- οβριακή
- η1) еврейский язык; 2) еврейский квартал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οβριακή — η [Οβριός] 1. η εβραϊκή γλώσσα 2. συνοικία που κατοικείται από Εβραίους … Dictionary of Greek